-
1 окраина
окраина ж η άκρη, τα περίχωρα* городская \окраина η απόμακρη συνοικία· на \окраинае города στην άκρη της πόλης* * *жη άκρη, τα περίχωραгородска́я окра́ина — η απόμακρη συνοικία
на окра́ине го́рода — στην άκρη της πόλης
-
2 окраина
окраин||аж1. ἡ ἀκρη, τό ἀκρον, τό τέλος:на самой \окраинае города στήν ἄκρη τής πόλης· городская \окраина ἡ ἀπόμακρη συνοικία, ὁ ἀπόκεντρος συνοικισμός·2. (страны) ἡ παραμεθόριος περιοχή.